ὕλαγμα

ὕλαγμα
ὕλαγ-μα [pron. full] [ῠ], ατος, τό,
A bark or yelp of a dog,

κυνῶν ὑλάγματα E.IT 293

: metaph., νηπίοις ὑλάγμασιν, of angry words, A.Ag.1631, cf. 1672 (troch.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὕλαγμα — bark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλαγμα — άγματος, και ὕλασμα, άσματος, τὸ, Α 1.το γάβγισμα τού σκυλιού, υλακή 2. στον πληθ. τὰ ὑλάγματα μτφ. αισχρά λόγια 3. φρ. «νήπια ὑλάγματα» μτφ. λόγια δηλωτικά οργής, θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω» με ουρανική εκφραστική… …   Dictionary of Greek

  • ὑλαγμάτων — ὕλαγμα bark neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλάγμασι — ὕλαγμα bark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλάγμασιν — ὕλαγμα bark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλάγματα — ὕλαγμα bark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …   Dictionary of Greek

  • ύλασμα — άσματος, τὸ, Α βλ. ὕλαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”